- φιτύει
- φῑτύ̱ει , φιτύωsowpres ind mp 2nd sgφῑτύ̱ει , φιτύωsowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιτύω — Α [φῑτυ] 1. φυτεύω, σπέρνω 2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.) 3. μεσ. φιτύομαι (για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek